- φανιστής
- ο, Ν [φανίζω]1. αυτός που εμφανίζει κάτι κρυφό ή άδηλο, ο φανερωτής2. (κυρίως) προσωνυμία τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, επειδή, κατά τη λαϊκή αντίληψη, αποκαλύπτει το μέλλον μέσω τής μαντείας τού κλήδονα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.